ακόκκιστος

ακόκκιστος
η , ο не очищенный от семян;

ακόκκιστο βαμπάκι — хлопок-сырец


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακόκκιστος" в других словарях:

  • ακόκκιστος — η, ο λέγεται για το βαμβάκι που δεν έχει καθαριστεί από τα σπέρματά του π. χ. ακόκκιστο βαμβάκι είναι το σύσπορο βαμβάκι που λαμβάνεται απευθείας από το φυτό τής βαμβακιάς …   Dictionary of Greek

  • ακόκκιστος — η, ο αυτός που δεν καθαρίστηκε από τους κόκκους, τα σκύβαλα: Το μπαμπάκι δεν πρέπει να μείνει ακόκκιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»